- παρήια
- παρήϊα , πάρειμι 2iboimperf ind act 1st sg (epic ionic)παρήιονcheekneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιπποπάρηος — ἱπποπάρῃος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλα μάγουλα, μεγάλες παρειές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + παρῃος (< παρηιά «μάγουλο»), πρβλ. καλλι πάρηος, χαλκο πάρηος (βλ. και λ. ιππό κρημνος)] … Dictionary of Greek
συναλοώ — άω, Α 1. αλωνίζω μαζί με άλλον 2. κατασυντρίβω («δαλεῑτο πρόσωπον, μέχρι συνηλοίησε παρήϊα», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀλοῶ «αλωνίζω, θρυμματίζω»] … Dictionary of Greek
τήκω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τάκω Α μεταβάλλω ένα στερεό σε ρευστό με θερμότητα ή με διάλυση στο νερό, ρευστοποιώ, λειώνω (α. «ο χρυσός τήκεται σε πολύ υψηλή θερμοκρασία» β. «ἐτήκετο κασσίτερος ὥς», Ησίοδ. γ. «ἥλιος τήκει πετραίαν χιόνα», Αισχύλ.) μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek